σχήμα

σχήμα
Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης κλπ. είναι σχήματα.
* * *
το / σχῆμα ΝΜΑ, και σκῆμα και αιολ. τ. σχέμα Α
1. η εξωτερική όψη αντικειμένου, η μορφή με την οποία παρουσιάζεται
2. γραμμική παράσταση, διάγραμμα
3. φρ. α) «σχήμα [τού] λόγου» — φράση που στερείται κυριολεκτικής σημασίας ενώ έχει μία γενικότερη ή ευρύτερη σημασιολογική δήλωση (α. «μην τό παίρνεις σοβαρά αυτό που είπα, ήταν απλώς σχήμα λόγου» β. «ἦν δὲ τοῡτο... σχῆμα πολιτικὸν τοῡ λόγου», Θουκ.)
β) «ρητορικό σχήμα»
(ρητ.) δήλωση μιας ιδέας όχι απευθείας αλλά με παραλλαγμένη λεκτική διατύπωση και με σκοπό την κομψότητα τού λόγου ή για άλλη σκοπιμότητα
γ) «γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε σύνολο σημείων στον τρισδιάστατο χώρο
δ) «γραμμικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα τού οποίου όλα τα σημεία κείνται επί μιας ευθείας
ε) «επίπεδο γεωμετρικό σχήμα»
μαθημ. γεωμετρικό σχήμα τού οποίου όλα τα σημεία κείνται επί ενός επιπέδου, όπως είναι λ.χ. ένα τρίγωνο ή ένας κύκλος
στ) «χωρικό γεωμετρικό σχήμα»
μαθ. κάθε μη γραμμικό και μη επίπεδο γεωμετρικό σχήμα, όπως είναι λ.χ. τα τετράεδρα, οι πυραμίδες και οι κύλινδροι
ζ) «σχήμα συλλογισμού»
(λογ.) το συλλογιστικό σχήμα
νεοελλ.
1. στρ. είδος χαιρετισμού
2. (τυπογρ.) α) διαστάσεις τών σελίδων
β) (ειδικότερα) ο χαρακτηρισμός ενός βιβλίου ανάλογα με το πόσες φορές έχει διπλωθεί το τυπογραφικό του φύλλο (α. «σχήμα εις φύλλο» — το τυπογραφικό φύλλο που δεν έχει διπλωθεί καθόλου
β. «σχήμα 8ο ή 16ο» — τυπογραφικό φύλλο που έχει διπλωθεί σε οκτώ ή δεκαέξι σελίδες)
3. παράσταση αντικειμένου σε σχέση με μια χαρακτηριστική μορφή (α. «ωοειδές σχήμα» β. «σχήμα καρδιάς»)
4. μαθημ. σχέδιο που χρησιμεύει για την παράσταση μαθηματικών εννοιών ή οντοτήτων, όπως λ.χ. για την απόδειξη θεωρήματος ή τη λύση προβλήματος
5. φρ. α) «σχήματα λόγου»
γραμμ. οι ιδιαίτεροι λεκτικοί τρόποι οι οποίοι έχουν παγιωθεί με τη συχνή επανάληψη και τους οποίους χρησιμοποιούν οι ομιλητές και γενικά οι χρήστες μιας συγκεκριμένης γλώσσας για την επίτευξη ενός ψυχολογικού, αισθητικού ή άλλου αποτελέσματος κατά την επικοινωνία, όπως λ.χ. το πρωθύστερο, το ασύνδετο, ο πλεονασμός, η βραχυλογία, η μεταφορά κ.ά.
β) «σχήμα αξιωμάτων»
(λογ.) διατύπωση που περιλαμβάνει μεταγλωσσικές μεταβλητές, από την αντικατάσταση τών οποίων, με συμπλέγματα συμβόλων τού ενδεικνυόμενου τύπου, προκύπτει ένα αξίωμα, καλούμενο ένσταση τού υπό εξέταση σχήματος
γ) «σχήμα τού εμβρύου»
ιατρ. η σχέση τού επιμήκους άξονα τού σώματος τού εμβρύου προς τον επιμήκη άξονα τής μήτρας
δ) «σχήμα γένους»
(μυκητ.) όρος που αναφέρεται στις αγενείς μορφές τών μυκήτων τών οποίων έχουν ανακαλυφθεί οι εγγενείς μορφές
ε) «σχήμα ιζηματογενών τεμαχιδίων»
(πετρογρ.) η εξωτερική μορφή τών κόκκων μιας ιζηματογενούς απόθεσης, εκφρασμένη με μια αριθμητική ποσότητα που χρησιμοποιεί τη σφαίρα ως κανόνα αναφοράς
στ) «κρυσταλλικό σχήμα»
(κρυσταλλ.) το σύνολο τών κρυσταλλικών εδρών που έχουν παρόμοια συμμετρία
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. α) η ιδιαίτερη περιβολή τών κληρικών και μοναχών («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα»)
β) η ιδιότητα τού ιερωμένου ή μοναχού η οποία δηλώνεται από την ιδιαίτερη περιβολή τους
μσν.
φρ. «τὸ αὐτὸ σχῆμα» — το ίδιο πράγμα
αρχ.
1. (για πρόσ.) η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό
2. (κατ' επέκτ.) το σώμα («διερεισαμένη τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ», Ιπποκρ.)
3. η μορφή τού προσώπου ενός ατόμου («σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων», Ευρ.)
4. (γενικά) τύπος, μορφή («τὰ σχήματα και χρώματα», Πλάτ.)
5. (φιλοσ.) α) το άτομο διακρινόμενο από τα άλλα άτομα ως προς τη μορφή
β) (φιλοσ.) κενός τύπος, σε αντιδιαστολή προς το όντως είναι, προς την ουσία («οὐ σχήμασιν ἀλλ' ἀληθείᾳ», Πλάτ.)
6. αυτό που απλώς γίνεται αντιληπτό με την όραση, σε αντιδιαστολή προς αυτό που πραγματικά είναι κάτι («οὐδὲν ἄλλο πλὴν... σχῆμα», Ευρ.)
7. κενό πράγμα ή σώμα, κουφάρι («γέροντες οὐδέν ἐσμεν πλὴν ὄχλος καὶ σχῆμα», Αισχύλ.)
8. πρόσχημα, πρόφαση («σχήματι ξενίας», Πλούτ.)
9. η έκφραση τού προσώπου, το ύφος
10. μεγαλείο («τὸ τῆς ἀρχῆς σχῆμα», Πλάτ.)
11. αξίωμα, βαθμός (α. «ἱερείας σχῆμα», επιγρ. β. «οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι» — όχι ανάλογα με τη θέση που έχει, Πολ.)
12. το μεγαλοπρεπές παράστημα ίππου
13. ποιότητα πράγματος
14. τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γίνεται κάτι («σχῆμα μάχης», Ευρ.)
15. περιβολή, ντύσιμο, ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος
16. (θέατρ.) ο ρόλος ηθοποιού
17. χαρακτηριστική ιδιότητα ή ιδιαίτερο γνώρισμα («τὰ τῆς κωμωδίας σχήματα», Αριστοτ.)
18. (στον χορό) χαρακτηριστική κίνηση, φιγούρα
19. στάση ενός αθλητή και γενικότερα η στάση που παίρνει κανείς, ο τρόπος με τον οποίο στέκεται («ἑστάναι λαβόνθ, ἓν σχῆμα», Αριστοφ.)
20. αστρολ. α) φάση τής σελήνης
β) η γωνιώδης απόσταση δύο ουράνιων σωμάτων
γ) σημείο τού ζωδιακού κύκλου
21. σχηματισμός πτηνών κατά την οιωνοσκοπία
22. το αιδοίο
23. στον πληθ. τὰ σχήματα
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα («φωτὸς κακούργου σχήματ'«, Ευρ.)
β) οι χειρονομίες
γ) χειρονομίες και ταυτόχρονα κινήσεις τού σώματος, παντομιμικές κινήσεις
24. μτφ. ψυχικό χάρισμα, ήθος
25. φρ. α) «έχει τι σχῆμα»
(με απαρμφ.) υπάρχει κάτι το οποίο μπορεί ή αξίζει να ειπωθεί σχετικά με... (Ευρ.)
β) «σχῆμα τῆς λέξεως»
γραμμ. i) η γραμματική μορφή τής πρότασης
ii) η ρυθμική μορφή τής πρότασης (Αριστοτ.)
iii) ο γραμματικός τύπος λέξης (Αριστοτ.)
γ) «τὰ σχήματα τής λέξεως»
(στη δραματική ποίηση) οι εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται ως ικεσία, απειλή ή προσταγή (Αριστοτ.)
δ) «νόσοι ἀπὸ σχημάτων»
(στον Ιπποκρ.) ασθένειες που οφείλονται σε ιδιάζοντες σχηματισμούς
ε) «τὸ τῆς κατακλίσεως σχῆμα» — η στάση που παίρνει ο ασθενής όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι (Γαλ.)
στ) «σχῆμα πέτρας» — η πέτρα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- τού ρ. ἔχω* και συγκεκριμένα από το θ. σχη- τού μέλλοντα σχή-σω, με κατάλ. -μα. Ο τ. σχέμα (πρβλ. σχέσις) που παραδίδει ο Ησύχιος είναι μτγν. Τον τελευταίο τ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. schĕma)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχῆμα — form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακόλουθο σχήμα — Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του… …   Dictionary of Greek

  • αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου …   Dictionary of Greek

  • αντίφραση — Σχήμα ρητορικό που σημαίνει τη χρησιμοποίηση μιας έκφρασης, μιας φράσης ή μιας λέξης με την αντίθετη έννοια από αυτή που έχει στην πραγματικότητα. Γίνεται συχνά για ειρωνεία ή κατ’ ευφημισμόν. * * * η λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”